- ἵσσυπος
- ἵσσυπος,= ὕσσωπος, PGoodsp.Cair.30.42 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ίσσυπος — ἴσσυπος, ἡ (Α) είδος φυτού, η ύσσωπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὕσσωπος*] … Dictionary of Greek